-
1 προσειδής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσειδής
См. также в других словарях:
προσειδής — ές, Α όμοιος («ὠχρόν τε χρυσῷ τε φυὴν εἱς ὦπα προσειδές», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ειδής*] … Dictionary of Greek
1 προσειδής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσειδής
προσειδής — ές, Α όμοιος («ὠχρόν τε χρυσῷ τε φυὴν εἱς ὦπα προσειδές», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ειδής*] … Dictionary of Greek